Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συοκτόνος
συοφόνος
συοφορβός
Συρᾱ́κουσαι
σύρδην
Συρίᾱ
σῡ́ριγμα
σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
συρμός
Σύροι
σύρρᾱξις
συρράπτω
View word page
Συριη-γενής
Συριη-γενήςέςadjΣυρίᾱ;γένοςγίγνομαι of a team of chariot-horsesof Syrian breedHdt.oracle

ShortDef

Syrian-born

Debugging

Headword:
Συριηγενής
Headword (normalized):
συριηγενής
Headword (normalized/stripped):
συριηγενης
IDX:
38807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38808
Key:
Συριηγενής

Data

{'headword_display': '<b>Συριη-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Συριη-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>Συρίᾱ</Ref>;<Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a team of chariot-horses</Indic><Tr>of Syrian breed</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'Συριηγενής'}