Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνωρίς
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτόνος
συοφόνος
συοφορβός
Συρᾱ́κουσαι
σύρδην
Συρίᾱ
σῡ́ριγμα
σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
συρμαΐζω
View word page
σῡ́ριγμα
σῡ́ριγμαατοςnσῡρίζω pipingref. to the sound or activityE. Ar. whistleof a hunter to his dogsS.Ichn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῡ́ριγμα
Headword (normalized):
σῡ́ριγμα
Headword (normalized/stripped):
συριγμα
IDX:
38803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38804
Key:
σῡ́ριγμα

Data

{'headword_display': '<b>σῡ́ριγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σῡ́ριγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σῡρίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>piping<Expl>ref. to the sound or activity</Expl></Tr><Au>E. Ar.</Au></nS1> <nS1><Tr>whistle<Expl>of a hunter to his dogs</Expl></Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'σῡ́ριγμα'}