Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνωρικεύομαι
συνωρίς
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτόνος
συοφόνος
συοφορβός
Συρᾱ́κουσαι
σύρδην
Συρίᾱ
σῡ́ριγμα
σῡριγμός
σῦριγξ
σῡρίζω
Συριηγενής
σῡρικτᾱ́ς
Σύριος
Συριστί
σῡρίττω
συρμαίᾱ
View word page
Συρίᾱ
ΣυρίᾱfΣυριακόςadjsee underΣύροι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Συρίᾱ
Headword (normalized):
συρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συρια
IDX:
38802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38803
Key:
Συρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>Συρίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Συρίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><HG><HL>Συριακός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Σύροι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Συρίᾱ'}