Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνωθέω
συνώμεθα
συνωμίαι
συνωμοσίᾱ
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμίᾱ
συνώνυμος
συνωρίζομαι
συνωρικεύομαι
συνωρίς
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτόνος
συοφόνος
συοφορβός
Συρᾱ́κουσαι
σύρδην
Συρίᾱ
View word page
συνωρικεύομαι
συνωρικεύομαιξυν-mid.vb go in for driving pairsof horsesAr.

ShortDef

to drive a pair

Debugging

Headword:
συνωρικεύομαι
Headword (normalized):
συνωρικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνωρικευομαι
IDX:
38792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38793
Key:
συνωρικεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συνωρικεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συνωρικεύομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go in for driving pairs<Expl>of horses</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνωρικεύομαι'}