Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνῳδός
συνωθέω
συνώμεθα
συνωμίαι
συνωμοσίᾱ
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμίᾱ
συνώνυμος
συνωρίζομαι
συνωρικεύομαι
συνωρίς
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτόνος
συοφόνος
συοφορβός
Συρᾱ́κουσαι
σύρδην
View word page
συνωρίζομαι
συνωρίζομαιξυν-mid.vbσυνωρίς make into a pairpair, joinone's handw. another'sE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνωρίζομαι
Headword (normalized):
συνωρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνωριζομαι
IDX:
38791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38792
Key:
συνωρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συνωρίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συνωρίζομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>συνωρίς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>make into a pair</Def><Tr>pair, join</Tr><Obj>one's hand<Expl>w. another's</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνωρίζομαι'}