Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμεικτος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμειξίᾱ
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησίᾱ
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμέλητος
ἀμελίᾱ
ἀμελλήτως
ἄμελξις
ἄμεμπτος
ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφής
View word page
ἀμελετησίᾱ
ἀμελετησίᾱᾱςfprivatv.prfx.,μελετάω lack of practiceexercisePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμελετησίᾱ
Headword (normalized):
ἀμελετησίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αμελετησια
IDX:
3878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3879
Key:
ἀμελετησίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀμελετησίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμελετησίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>μελετάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of practice<or/>exercise</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμελετησίᾱ'}