Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνυφή
συνυφίσταμαι
συνῳδίᾱ
συνωδῑ́νω
συνῳδός
συνωθέω
συνώμεθα
συνωμίαι
συνωμοσίᾱ
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμίᾱ
συνώνυμος
συνωρίζομαι
συνωρικεύομαι
συνωρίς
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτόνος
View word page
συνώμοτος
συνώμοτοςξυν-ονadj linked by oathneut.sb.sworn agreementbetw. statesTh.

ShortDef

leagued by oath

Debugging

Headword:
συνώμοτος
Headword (normalized):
συνώμοτος
Headword (normalized/stripped):
συνωμοτος
IDX:
38787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38788
Key:
συνώμοτος

Data

{'headword_display': '<b>συνώμοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνώμοτος<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>linked by oath</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>sworn agreement<Expl>betw. states</Expl></Def><Au>Th.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συνώμοτος'}