Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνυποδύομαι
συνυποκρῑ́νομαι
συνυπονοέω
συνυποπτεύω
συνυποτίθεμαι
συνυφαίνω
συνύφανσις
συνυφή
συνυφίσταμαι
συνῳδίᾱ
συνωδῑ́νω
συνῳδός
συνωθέω
συνώμεθα
συνωμίαι
συνωμοσίᾱ
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμίᾱ
συνώνυμος
View word page
συν-ωδῑ́νω
συν-ωδῑ́νωvb of birdsshare grief, feel pain together Arist. of a persongrieve in sympathyw.dat.w. someone's troublesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνωδῑ́νω
Headword (normalized):
συνωδῑ́νω
Headword (normalized/stripped):
συνωδινω
IDX:
38780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38781
Key:
συνωδῑ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ωδῑ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-ωδῑ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of birds</Indic><Tr>share grief, feel pain together </Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>grieve in sympathy</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone's troubles<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συνωδῑ́νω'}