Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμείβω
ἀμείδητος
ἄμεικτος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμειξίᾱ
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησίᾱ
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμέλητος
ἀμελίᾱ
ἀμελλήτως
ἄμελξις
ἄμεμπτος
View word page
ἀμέλει
ἀμέλειimperatvsee underἀμελέω

ShortDef

never mind

Debugging

Headword:
ἀμέλει
Headword (normalized):
ἀμέλει
Headword (normalized/stripped):
αμελει
IDX:
3876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3877
Key:
ἀμέλει

Data

{'headword_display': '<b>ἀμέλει</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμέλει</HL><PS>imperatv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀμελέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμέλει'}