Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποδείκνῡμι
συνυποδύομαι
συνυποκρῑ́νομαι
συνυπονοέω
συνυποπτεύω
συνυποτίθεμαι
συνυφαίνω
συνύφανσις
συνυφή
συνυφίσταμαι
View word page
συν-υπηρετέω
συν-υπηρετέωcontr.vb join in helpingw.dat.someonePl.

ShortDef

concur in helping

Debugging

Headword:
συνυπηρετέω
Headword (normalized):
συνυπηρετέω
Headword (normalized/stripped):
συνυπηρετεω
IDX:
38768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38769
Key:
συνυπηρετέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-υπηρετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-υπηρετέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in helping</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνυπηρετέω'}