Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποδείκνῡμι
συνυποδύομαι
συνυποκρῑ́νομαι
συνυπονοέω
συνυποπτεύω
συνυποτίθεμαι
συνυφαίνω
συνύφανσις
View word page
συν-υπατεύω
συν-υπατεύωvb be fellow consulPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνυπατεύω
Headword (normalized):
συνυπατεύω
Headword (normalized/stripped):
συνυπατευω
IDX:
38766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38767
Key:
συνυπατεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-υπατεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-υπατεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be fellow consul</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνυπατεύω'}