Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποδείκνῡμι
συνυποδύομαι
συνυποκρῑ́νομαι
συνυπονοέω
συνυποπτεύω
συνυποτίθεμαι
συνυφαίνω
View word page
συν-υπάρχω
συν-υπάρχωvb of thingscoexistArist. of thingsexist in additionto other thingsPlb.

ShortDef

exist together, coexist

Debugging

Headword:
συνυπάρχω
Headword (normalized):
συνυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
συνυπαρχω
IDX:
38765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38766
Key:
συνυπάρχω

Data

{'headword_display': '<b>συν-υπάρχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-υπάρχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of things</Indic><Tr>coexist</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of things</Indic><Tr>exist in addition<Expl>to other things</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνυπάρχω'}