Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποδείκνῡμι
συνυποδύομαι
συνυποκρῑ́νομαι
συνυπονοέω
View word page
συν-τῡρόω
συν-τῡρόωcontr.vb make into cheese, curdlepass.fig., of a planbe concoctedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντῡρόω
Headword (normalized):
συντῡρόω
Headword (normalized/stripped):
συντυροω
IDX:
38762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38763
Key:
συντῡρόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τῡρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τῡρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>make into cheese, curdle</Def><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>fig., of a plan</Indic><Def>be concocted</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συντῡρόω'}