Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποδείκνῡμι
συνυποδύομαι
View word page
συν-τροχάζω
συν-τροχάζωvb of personsrun togetherPlu.

ShortDef

to run together

Debugging

Headword:
συντροχάζω
Headword (normalized):
συντροχάζω
Headword (normalized/stripped):
συντροχαζω
IDX:
38760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38761
Key:
συντροχάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τροχάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τροχάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>run together</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συντροχάζω'}