Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
συνυπερβάλλω
View word page
συν-τριήραρχος
συν-τριήραρχοςουm fellow trierarchD.

ShortDef

a partner in the equipment of a trireme

Debugging

Headword:
συντριήραρχος
Headword (normalized):
συντριήραρχος
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχος
IDX:
38757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38758
Key:
συντριήραρχος

Data

{'headword_display': '<b>συν-τριήραρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-τριήραρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow trierarch</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συντριήραρχος'}