Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
συνυπάρχω
συνυπατεύω
View word page
συντριηραρχέω
συντριηραρχέωcontr.vbσυντριήραρχος be a fellow trierarchsts. w.dat.w. someoneLys. Isoc.

ShortDef

to be a συντριήραρχος

Debugging

Headword:
συντριηραρχέω
Headword (normalized):
συντριηραρχέω
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχεω
IDX:
38756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38757
Key:
συντριηραρχέω

Data

{'headword_display': '<b>συντριηραρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συντριηραρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>συντριήραρχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a fellow trierarch<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Lys. Isoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συντριηραρχέω'}