Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντῡρόω
συντυχίᾱ
συνυπακούω
View word page
συν-τριαινόω
συν-τριαινόωcontr.vb lever upfoundations, rootsE.

ShortDef

to shatter as with a trident

Debugging

Headword:
συντριαινόω
Headword (normalized):
συντριαινόω
Headword (normalized/stripped):
συντριαινοω
IDX:
38754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38755
Key:
συντριαινόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τριαινόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τριαινόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lever up</Tr><Obj>foundations, roots<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συντριαινόω'}