Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
View word page
σύν-τρεις
σύν-τρειςτριαpl.num.adj of sheepthree togetherOd.of geometric anglesPl.

ShortDef

three together, by threes

Debugging

Headword:
σύντρεις
Headword (normalized):
σύντρεις
Headword (normalized/stripped):
συντρεις
IDX:
38751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38752
Key:
σύντρεις

Data

{'headword_display': '<b>σύν-τρεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύν-τρεις</HL><Infl>τρια</Infl><PS>pl.num.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sheep</Indic><Tr>three together</Tr><Au>Od.</Au><aS2><Indic>of geometric angles</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σύντρεις'}