Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
συντροχάζω
View word page
συν-τράπεζος
συν-τράπεζοςξυν-ονadj sharing a tableof domestic lifewith shared mealsE.masc.sb.table companion, messmateX.

ShortDef

a messmate

Debugging

Headword:
συντράπεζος
Headword (normalized):
συντράπεζος
Headword (normalized/stripped):
συντραπεζος
IDX:
38750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38751
Key:
συντράπεζος

Data

{'headword_display': '<b>συν-τράπεζος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συν-τράπεζος<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>sharing a table</Def><aS2><Indic>of domestic life</Indic><Tr>with shared meals</Tr><Au>E.</Au></aS2><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>table companion, messmate</Def><Au>X.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συντράπεζος'}