Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντηρέω
συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρῑ́βω
συντριηραρχέω
συντριήραρχος
συντροφίᾱ
σύντροφος
View word page
συν-τραγῳδέω
συν-τραγῳδέωcontr.vb collude in solemnly acting outa pretence, a supplicationPlu.

ShortDef

to act tragedy together

Debugging

Headword:
συντραγῳδέω
Headword (normalized):
συντραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
συντραγωδεω
IDX:
38749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38750
Key:
συντραγῳδέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τραγῳδέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τραγῳδέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>collude in solemnly acting out</Tr><Obj>a pretence, a supplication<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συντραγῳδέω'}