Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντεχνάζω
συντεχνάομαι
σύντεχνος
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
συντονολῡδιστί
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
View word page
συντομίᾱ
συντομίᾱᾱςfσύντομος shortnessw.gen.of a routePlu. concisenessof languagePl. Lycurg. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντομίᾱ
Headword (normalized):
συντομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συντομια
IDX:
38744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38745
Key:
συντομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συντομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συντομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σύντομος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shortness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a route</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>conciseness<Expl>of language</Expl></Tr><Au>Pl. Lycurg. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συντομίᾱ'}