Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
σύντεχνος
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
συντονίᾱ
View word page
σύν-τεχνος
σύν-τεχνοςουm.fτέχνη fellow craftspersonAr. Pl.

ShortDef

practising the same art

Debugging

Headword:
σύντεχνος
Headword (normalized):
σύντεχνος
Headword (normalized/stripped):
συντεχνος
IDX:
38736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38737
Key:
σύντεχνος

Data

{'headword_display': '<b>σύν-τεχνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύν-τεχνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fellow craftsperson</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύντεχνος'}