Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
σύντεχνος
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
συντλῆναι
συντομίᾱ
σύντομος
View word page
συν-τεχνάομαι
συν-τεχνάομαιmid.contr.vb give technical helpPlu.

ShortDef

assist in the art

Debugging

Headword:
συντεχνάομαι
Headword (normalized):
συντεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεχναομαι
IDX:
38735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38736
Key:
συντεχνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-τεχνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τεχνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>give technical help</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συντεχνάομαι'}