Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
σύντεχνος
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντίθημι
συντῑμάω
συντιτρώσκω
View word page
συντεταμένως
συντεταμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underσυντείνω

ShortDef

earnestly, eagerly, vigorously

Debugging

Headword:
συντεταμένως
Headword (normalized):
συντεταμένως
Headword (normalized/stripped):
συντεταμενως
IDX:
38732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38733
Key:
συντεταμένως

Data

{'headword_display': '<b>συντεταμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συντεταμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>συντείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συντεταμένως'}