Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
σύντεχνος
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντίθημι
View word page
συν-τερετίζω
συν-τερετίζωvb hum alongin accompaniment to an aulos-girlThphr.

ShortDef

to whistle an accompaniment

Debugging

Headword:
συντερετίζω
Headword (normalized):
συντερετίζω
Headword (normalized/stripped):
συντερετιζω
IDX:
38730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38731
Key:
συντερετίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τερετίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τερετίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>hum along<Expl>in accompaniment to an aulos-girl</Expl></Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συντερετίζω'}