Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
View word page
συν-τελέθω
συν-τελέθωvb of a piece of landbelongto someonePi.cf.συντελέω 7

ShortDef

to belong to

Debugging

Headword:
συντελέθω
Headword (normalized):
συντελέθω
Headword (normalized/stripped):
συντελεθω
IDX:
38725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38726
Key:
συντελέθω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τελέθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τελέθω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a piece of land</Indic><Tr>belong<Expl>to someone</Expl></Tr><Au>Pi.</Au><XR>cf.<Ref>συντελέω</Ref> 7</XR> </vS1> </VE>', 'key': 'συντελέθω'}