Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
View word page
συν-τεκταίνομαι
συν-τεκταίνομαιmid.vb of godsconstruct, assemblesthg., everythingPl. helpsts. w.dat.someoneto devisea plan, trickIl.tm. AR.

ShortDef

help in constructing

Debugging

Headword:
συντεκταίνομαι
Headword (normalized):
συντεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεκταινομαι
IDX:
38724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38725
Key:
συντεκταίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-τεκταίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τεκταίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of gods</Indic><Tr>construct, assemble</Tr><Obj>sthg., everything<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to devise</Tr><Obj>a plan, trick<Au>Il.<LblR>tm.</LblR> AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συντεκταίνομαι'}