Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνταξις
συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
συντετραίνω
View word page
συν-τεκνόω
συν-τεκνόω ξυν-contr.vb of Airjoinw. Earthin producingliving creaturesAr.

ShortDef

breed

Debugging

Headword:
συντεκνόω
Headword (normalized):
συντεκνόω
Headword (normalized/stripped):
συντεκνοω
IDX:
38723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38724
Key:
συντεκνόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τεκνόω </b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τεκνόω <VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Air</Indic><Tr>join<Prnth>w. Earth</Prnth>in producing</Tr><Obj>living creatures<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συντεκνόω'}