Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντεταμένως
View word page
συν-τεκνοποιέω
συν-τεκνοποιέωcontr.vb of a womanhave children togetherw.dat.w. a manX.

ShortDef

to breed children with

Debugging

Headword:
συντεκνοποιέω
Headword (normalized):
συντεκνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συντεκνοποιεω
IDX:
38722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38723
Key:
συντεκνοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τεκνοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τεκνοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>have children together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a man<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συντεκνοποιέω'}