Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
View word page
συν-τειχίζω
συν-τειχίζω ξυν-vb joinsts. w.dat.w. someonein building a wallfortificationTh. X.

ShortDef

to help to build a wall

Debugging

Headword:
συντειχίζω
Headword (normalized):
συντειχίζω
Headword (normalized/stripped):
συντειχιζω
IDX:
38720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38721
Key:
συντειχίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-τειχίζω </b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-τειχίζω <VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>in building a wall<or/>fortification</Tr><Au>Th. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συντειχίζω'}