Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
σύνταφος
συνταχῡ́νω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
View word page
σύντασις
σύντασιςξύν-εωςfσυντείνω tensionintensityof feelings or purposeE. Pl.

ShortDef

tension, rigidity

Debugging

Headword:
σύντασις
Headword (normalized):
σύντασις
Headword (normalized/stripped):
συντασις
IDX:
38715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38716
Key:
σύντασις

Data

{'headword_display': '<b>σύντασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύντασις<VL><FmHL>ξύν-</FmHL></VL></HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συντείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>tension</Def><Tr>intensity<Expl>of feelings or purpose</Expl></Tr><Au>E. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύντασις'}