Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
σύντασις
συντάσσω
View word page
σύνστομος
σύνστομοςadjseeσύστομος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύνστομος
Headword (normalized):
σύνστομος
Headword (normalized/stripped):
συνστομος
IDX:
38706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38707
Key:
σύνστομος

Data

{'headword_display': '<b>σύνστομος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σύνστομος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>σύστομος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σύνστομος'}