Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
View word page
συνοχωκότε
συνοχωκότε
ep.du.pf.ptcpl.
see
συνέχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνοχωκότε
Headword (normalized):
συνοχωκότε
Headword (normalized/stripped):
συνοχωκοτε
IDX:
38704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38705
Key:
συνοχωκότε
Data
{'headword_display': '<b>συνοχωκότε</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνοχωκότε<LblR>ep.du.pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>συνέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνοχωκότε'}