Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
συντανύω
σύνταξις
View word page
σύνοχος
σύνοχοςονadj joined togetherof sacred music, tearsin concertw.dat.w. worshippers, sufferingsE.

ShortDef

joined together

Debugging

Headword:
σύνοχος
Headword (normalized):
σύνοχος
Headword (normalized/stripped):
συνοχος
IDX:
38703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38704
Key:
σύνοχος

Data

{'headword_display': '<b>σύνοχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύνοχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>joined together</Def><aS2><Indic>of sacred music, tears</Indic><Tr>in concert<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. worshippers, sufferings</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σύνοχος'}