Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
συντάμνω
View word page
συν-οχέομαι
συν-οχέομαιpass.contr.vb travel together in the same carriagePlu.

ShortDef

to travel together in a chariot

Debugging

Headword:
συνοχέομαι
Headword (normalized):
συνοχέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοχεομαι
IDX:
38701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38702
Key:
συνοχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-οχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-οχέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>travel together in the same carriage</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνοχέομαι'}