Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρίᾱ
View word page
σύν-οφρυς
σύν-οφρυςυgen.υοςadj of a girlwith meeting eyebrowsTheoc.

ShortDef

with meeting eyebrows

Debugging

Headword:
σύνοφρυς
Headword (normalized):
σύνοφρυς
Headword (normalized/stripped):
συνοφρυς
IDX:
38700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38701
Key:
σύνοφρυς

Data

{'headword_display': '<b>σύν-οφρυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύν-οφρυς</HL><Infl>υ</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>υος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>with meeting eyebrows</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύνοφρυς'}