Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
συνταλαιπωρέω
View word page
συν-οφρυόομαι
συν-οφρυόομαιpass.contr.vbὀφρῦςpf.ptcpl.
συνωφρυωμένος
draw one's brows togetherpf.ptcpl.adj.of a person, facewith knitted brow, frowningS. E.

ShortDef

to have the brow knitted

Debugging

Headword:
συνοφρυόομαι
Headword (normalized):
συνοφρυόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοφρυοομαι
IDX:
38699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38700
Key:
συνοφρυόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-οφρυόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-οφρυόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὀφρῦς</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>συνωφρυωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>draw one's brows together</Def><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of a person, face</Indic><Def>with knitted brow, frowning</Def><Au>S. E.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'συνοφρυόομαι'}