Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
σύνταγμα
συντακείς
View word page
συνουσιαστικός
συνουσιαστικόςξυν-ή όνadjof a personof the sociable kindAr.

ShortDef

suited for society, sociable

Debugging

Headword:
συνουσιαστικός
Headword (normalized):
συνουσιαστικός
Headword (normalized/stripped):
συνουσιαστικος
IDX:
38698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38699
Key:
συνουσιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>συνουσιαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνουσιαστικός<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>of the sociable kind</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνουσιαστικός'}