Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
σύνοψις
σύνστομος
View word page
συνουσιάζω
συνουσιάζωvb have sexual intercoursePlu.

ShortDef

keep company with

Debugging

Headword:
συνουσιάζω
Headword (normalized):
συνουσιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνουσιαζω
IDX:
38696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38697
Key:
συνουσιάζω

Data

{'headword_display': '<b>συνουσιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συνουσιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have sexual intercourse</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνουσιάζω'}