Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
σύνοχος
συνοχωκότε
View word page
συν-ορούω
συν-ορούωvb of two combatantsrush togetherat one anotherAR.

ShortDef

rush on together

Debugging

Headword:
συνορούω
Headword (normalized):
συνορούω
Headword (normalized/stripped):
συνορουω
IDX:
38694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38695
Key:
συνορούω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ορούω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ορούω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of two combatants</Indic><Tr>rush together<Expl>at one another</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνορούω'}