Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχή
View word page
συν-όρνυμαι
συν-όρνυμαιmid.vbaor.2 ptcpl.
συνόρμενος
of personsstart out togetherfor warA.

ShortDef

to start

Debugging

Headword:
συνόρνυμαι
Headword (normalized):
συνόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συνορνυμαι
IDX:
38692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38693
Key:
συνόρνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-όρνυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-όρνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 ptcpl.</Lbl><Form>συνόρμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>start out together<Expl>for war</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνόρνυμαι'}