Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
View word page
συν-ορμέω
συν-ορμέωcontr.vb of ships, sailorsbe moored togethersts. w.dat.w. othersPlb.

ShortDef

lie at anchor with

Debugging

Headword:
συνορμέω
Headword (normalized):
συνορμέω
Headword (normalized/stripped):
συνορμεω
IDX:
38690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38691
Key:
συνορμέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ορμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ορμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships, sailors</Indic><Tr>be moored together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. others</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνορμέω'}