Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
View word page
σύν-ορκος
σύν-ορκοςονadjὅρκος of peoplebound together by oathX.

ShortDef

bound together by oath

Debugging

Headword:
σύνορκος
Headword (normalized):
σύνορκος
Headword (normalized/stripped):
συνορκος
IDX:
38689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38690
Key:
σύνορκος

Data

{'headword_display': '<b>σύν-ορκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύν-ορκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὅρκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Tr>bound together by oath</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύνορκος'}