Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνουσίᾱ
συνουσιάζω
View word page
συνορέω
συνορέωcontr.vbσύνορος of a region, its rulershare a boundarybe adjacentsts. w.dat.to a regionPlb. Plu.

ShortDef

to be conterminous

Debugging

Headword:
συνορέω
Headword (normalized):
συνορέω
Headword (normalized/stripped):
συνορεω
IDX:
38686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38687
Key:
συνορέω

Data

{'headword_display': '<b>συνορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συνορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σύνορος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a region, its ruler</Indic><Def>share a boundary</Def><Tr>be adjacent<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>to a region</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνορέω'}