Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
View word page
συνοπτικός
συνοπτικόςή όνadjσυνοράωof a person skilled in dialecticcapable of taking a comprehensive viewPl.

ShortDef

seeing the whole together, taking a comprehensive view

Debugging

Headword:
συνοπτικός
Headword (normalized):
συνοπτικός
Headword (normalized/stripped):
συνοπτικος
IDX:
38682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38683
Key:
συνοπτικός

Data

{'headword_display': '<b>συνοπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνοπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνοράω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person skilled in dialectic</Indic><Tr>capable of taking a comprehensive view</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνοπτικός'}