Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορῑ́νω
σύνορκος
συνορμέω
συνορμίζω
View word page
σύν-οπλος
σύν-οπλοςξύν-ονadjὅπλα of spearsbeing joint weaponryallied, unitedE.

ShortDef

under arms together, allied

Debugging

Headword:
σύνοπλος
Headword (normalized):
σύνοπλος
Headword (normalized/stripped):
συνοπλος
IDX:
38681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38682
Key:
σύνοπλος

Data

{'headword_display': '<b>σύν-οπλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύν-οπλος<VL><FmHL>ξύν-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὅπλα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of spears</Indic><Def>being joint weaponry</Def><Tr>allied, united</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύνοπλος'}