Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
View word page
συνομολογίᾱ
συνομολογίᾱᾱςf agreementamong disputantsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνομολογίᾱ
Headword (normalized):
συνομολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συνομολογια
IDX:
38676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38677
Key:
συνομολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συνομολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνομολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>agreement<Expl>among disputants</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνομολογίᾱ'}