Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
συνοπτός
συνοράω
View word page
συνομοιοπαθέω
συνομοιοπαθέωcontr.vbseeσυνομοπαθέω

ShortDef

to be similarly affected with

Debugging

Headword:
συνομοιοπαθέω
Headword (normalized):
συνομοιοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συνομοιοπαθεω
IDX:
38674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38675
Key:
συνομοιοπαθέω

Data

{'headword_display': '<b>συνομοιοπαθέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συνομοιοπαθέω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>συνομοπαθέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνομοιοπαθέω'}