Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
συνοπτικός
View word page
συν-ομῑλέω
συν-ομῑλέωcontr.vb conversew.dat.w. someoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνομῑλέω
Headword (normalized):
συνομῑλέω
Headword (normalized/stripped):
συνομιλεω
IDX:
38672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38673
Key:
συνομῑλέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ομῑλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ομῑλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>converse</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνομῑλέω'}