Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνοίσομαι
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνόλλῡμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομᾶλιξ
συνομαλῡ́νω
συνομαρτέω
συνομηρεύω
συνομῑλέω
συνόμνῡμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομολογίᾱ
συνομοπαθέω
συνομορέω
συνοξῡ́νομαι
συνοπηδός
σύνοπλος
View word page
συν-ομηρεύω
συν-ομηρεύωvb be a fellow hostagePlb.

ShortDef

to be a joint hostage

Debugging

Headword:
συνομηρεύω
Headword (normalized):
συνομηρεύω
Headword (normalized/stripped):
συνομηρευω
IDX:
38671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38672
Key:
συνομηρεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ομηρεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ομηρεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be a fellow hostage</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνομηρεύω'}